- ἐνδυκέως
- ἐνδυκέως: duly, attentively, kindly; τρέφειν, Il. 23.90; φείδεσθαι, Il. 24.158; ὁμαρτεῖν, Il. 24.438; oftener in Od., with φιλεῖν, πέμπειν, λούειν, κομεῖν, etc.; ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον, ‘with a relish,’ Od. 14.109.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.